Πρόλογος
Και λίγα λόγια για τη μεταφορά και την απόδοση των
νομικών όρων από ένα γλωσσικό ιδίωμα σε ένα άλλο
Η καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης νεοελληνικής
γλώσσας (Ν. 309/1976,
αρθρ.2, ΦΕΚ Α 100/30-4-76) και ως γλώσσας της
νομοθεσίας και της δικαιοσύνης (Ν.1406/83, αρθρ.38, ΦΕΚ Α 182/14-12-83)
αντιμετώπισε βέβαια σημαντικά προβλήματα γλωσσικής εφαρμογής, τα οποία
έχουν επισημανθεί από πολλές πλευρές και με τόση πειστικότητα, ώστε δεν
χρειάζεται να επανέλθει κανείς σ’αυτά.
Πολύτιμη βοήθεια κατά την αναζήτηση των αντιστοίχων ελληνικών όρων
άντλησα από τους μεταγλωττισμένους κώδικες και από τα όχι λίγα νομικά
συγγράμματα που γράφηκαν στη νεοελληνική δημοτική γλώσσα και που
συνέβαλαν ήδη σημαντικά στο δύσκολο έργο της διάπλασης μιας νομικής
δημοτικής έκφρασης. Η μακρόχρονη παράδοση της καθαρεύουσας στα νομικά
και η μη καθιέρωση αναγνωρισμένους ενιαίους τύπους της δημοτικής, κάτι
που φυσικά χρειάζεται ακόμα πολύ χρόνο και εκτεταμένη εφαρμογή, οδήγησε
στην αναγκαστική μεν, αλλά όχι και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ της
καθαρεύουσας και της νεοελληνικής δημοτικής νομικής γλώσσας. Ζωντανές
εκφράσεις, όπως π.χ. ανωτέρα βία αντί ανώτερη βία, ελαφρά αμέλεια αντί
ελαφριά αμέλεια, εις ολόκληρον αντί σε ολόκληρον, και αντιστρόφως,
μπορεί αντί δύναται, πρέπει αντί δέον, συμφωνημένος αντί συμπεφωνημένος,
με την επιφύλαξη των διατάξεων αντί επιφυλασσομένων
των διατάξεων, κ.ά, αποτελούν για τον Ελληνα νομικό μια γλωσσική πλέον
πραγματικότητα.
Κατά τη μεταγλώττιση των κωδίκων, οι μετοχικοί τύποι που λήγουν σε
“-θείς”, όπως ο ζημιωθείς, ο αδικηθείς, ο απατηθείς, ο αποδεχθείς την
υπόσχεση, ο καταδικασθείς, κ.ά., αντικαταστάθηκαν κατά κανόνα με μετοχές
παρακειμένου ή με άλλους τρόπους, όπως ο ζημιωμένος, εκείνος/αυτός που
ζημιώθηκε, αυτός που αδικήθηκε, εκείνος που απατήθηκε, ο δέκτης της
υπόσχεσης, αυτός που δέχτηκε την υπόσχεση, ο καταδικασμένος,
αυτός/εκείνος που καταδικάστηκε, κλπ.. Ομοίως, οι ουσιαστικοποιημένες
μετοχές που λήγουν σε “-ων”, “-ών” ή “-ας”, όπως ο μεταβιβάζων, ο
αποκτών, ο συνάπτων, ο υπογράφων, ο εκχωρήσας, ο πτωχεύσας, κ.ά.
αντικαταστάθηκαν με “εκείνος ή αυτός που” και το οικείο ρήμα, π.χ.
εκείνος/αυτός που μεταβιβάζει, που αποκτά, που συνάπτει, που υπογράφει,
που εκχώρησε, που πτώχευσε, κλπ. Όλα αυτά
συγκεντρώθηκαν στο λήμμα “celui
qui”.
Απαρέμφατα που λήγουν σε “-σθαι” ή σε “-ειν”, όπως δικαίωμα του
συνέρχεσθαι, ελευθερία του υπερασπίζεσθαι, ελευθερία του
συνεταιρίζεσθαι, δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, δικαίωμα του
κληρονομείν, δικαίωμα του έχειν συνήγορον, ικανότητα του διαθέτειν, κλπ.
δεν χρησιμοποιούνται στη νεοελληνική νομική ορολογία και αντικαθίστανται
είτε με το “να” και το οικείο ρήμα, είτε με άλλους τρόπους, π.χ.
δικαίωμα να συνέρχονται, ελευθερία της υπεράσπισης, ελευθερία
συνεταιρισμού, δικαίωμα να εκλέγουν και να εκλέγονται, δικαίωμα να
κληρονομούν, δικαίωμα να έχουν συνήγορο, ικανότητα να διαθέτουν (ή να
συντάσσουν διαθήκη ή ικανότητα για σύνταξη διαθήκης), κ.ά.
Ωστόσο, παγιωμένες εκφράσεις της καθαρεύουσας, όπως ο αιτών, ο ενάγων, ο
αναιρεσείων, ο εκκαλών, εις ολόκληρον, ο επισπεύδων, ο παθών, κ.ά. όχι
μόνον έχουν γίνει πλήρως αποδεκτές και χρησιμοποιούνται επίσημα στους
χώρους του δικαίου, αλλά είναι πλέον κατανοητές από όλους και επιπλέον
εξασφαλίζουν συντομία έναντι της δημοτικής.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις εξηγούν γιατί η απόδοση των όρων του Λεξικού
αυτού στην νεοελληνική νομική γλώσσα δεν είναι απαλλαγμένη από
αδυναμίες.
Αθήνα, Μάρτιος 2007
Πέτρος Μάλιακας
Βλ. επίσης το "
Préface " στα γαλλικά